- μίκροτρο(ν)
- το(πυρην.) επιταχυντής σωματιδίων μαγνητικού συντονισμού, ανάλογος προς το κύκλοτρο(ν), ο οποίος όμως χρησιμοποιείται για την επιτάχυνση ηλεκτρονίων, γι' αυτό είναι και γνωστός ως «κύκλοτρο ηλεκτρονίων».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μίκροτρο — Συσκευή που χρησιμοποιείται για την επιτάχυνση ηλεκτρονίων. Αποτελείται από έναν ηλεκτρομαγνήτη που δημιουργεί ένα μαγνητικό πεδίο σε μία κυλινδρική κοιλότητα. Το μαγνητικό πεδίο αναγκάζει τα σωμάτια να κινούνται σε κυκλικές τροχιές, ενώ ένα… … Dictionary of Greek